- περιπηδώ
- -άω, Απηδώ εδώ κι εκεί ή πηδώ πάνω σε κάτι («δεδιότες μὴ σφίσι κεχηνόσι πάττητε τὴν ψάμμον ἐς τὸ στόμα ἢ περιπηδήσαντες», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπήδησις — ηδήσεως, ἡ, Α [περιπηδώ] το να πηδά κανείς γύρω από κάποιον ή από κάτι … Dictionary of Greek